- ὑψηλότερος
- ὑψηλόςhighmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вышии — (204) сравн. степ. к высокыи. 1.В 1 знач.: онболъ окованъ бѩше всь сребромь. и столпы сребрьныѥ… и ·в͠і· кр(с)та иже надъ олтаремь. бѩхѹ. межи ими шишкы. ˫ако дрѣва вышьша мѹ(ж). ЛН XIII–XIV, 70 (1204); потопъ же бы(с) за ·м҃· д҃нии, и всѩ землѩ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
высочаи — (10?) сравн. степ. к высокыи. 1.Во 2 знач.: нынѣ [весною] н҃бо свѣтлѣе. нынѣ сл҃нце высочае и златообразнѣе. нынѣ лунныи кру(г) прозрачнѣе. и звѣздныи ликъ ч(с)тѣи. (ὑψηλότερος) ГБ XIV, 81в. 2. В 3 знач.: елико бо тогда лучшаго пода(с). нынѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αναλογείο — και αναλογειό και αλογειό, το (ΑΜ ἀναλογεῑον) εκκλησιαστικό κυρίως έπιπλο, επάνω στο οποίο τοποθετούνται τα βιβλία που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας ακολουθίας (βλ. και αναλόγιο) νεοελλ. ο χώρος γύρω από το αναλογείο (συνήθως υψηλότερος… … Dictionary of Greek
ανώτερος — η, ο (Α ἀνώτερος, α, ον) υψηλότερος, υπέρτερος νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους 2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά β) «ανώτερος… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
καγιάκ — Στενόμακρη βάρκα που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν οι κάτοικοι της Αρκτικής για να ψαρεύουν. Σήμερα χρησιμοποιείται από ορισμένους Εσκιμώους του Καναδά και της Γροιλανδίας. Ο διχτυωτός σκελετός του κ. κατασκευάζεται από ξύλο ή κόκαλο και… … Dictionary of Greek
κατάληψη — Μία από τις διαδοχικές φάσεις αυξανόμενης σαφήνειας, στις οποίες διακρίνουν οι κλασικοί φιλόσοφοι και ψυχολόγοι τη διαδικασία της γνώσης. Οι άλλες δύο είναι η αίσθηση και η αντίληψη. Ο Λάιμπνιτς, δημιουργός του όρου κ., ο Καντ, ο Χέρμπαρτ, ο… … Dictionary of Greek
λαγωνίκα — Χαρακτηρισμός που αποδίδεται από εκτροφείς σε σκύλους που προορίζονται για το κυνήγι ζώων. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι αυτής της ομάδας κυνηγούν με την όσφρηση, ενώ το θήραμά τους ποικίλλει, από μικρά ζώα έως αρκούδες και ελάφια. Υπάρχουν λ. που … Dictionary of Greek
λιχανοειδής — λιχανοειδής, ές (Α) [λιχανός] φρ. α) «λιχανοειδής τόπος» το σημείο τής λύρας ή τής κιθάρας όπου κινείται ο λιχανός*. ο δείκτης τού χεριού β) «λιχανοειδής φθόγγος» ο υψηλότερος φθόγγος τού πυκνού, δηλ. τού μικρού διαλείμματος στη μουσική … Dictionary of Greek
οκτάβα — και οχτάβα, η (Μ ὀκτάβα, γεν. ης) νεοελλ. 1. μουσ. διάστημα τού οποίου ο υψηλότερος φθόγγος έχει συχνότητα διπλάσια από τη συχνότητα τού χαμηλότερου, γεγονός χάρη στο οποίο ο πρώτος γίνεται αντιληπτός ως ταυτόσημος με τον δεύτερο αλλά υψηλότερου… … Dictionary of Greek